-
1 оркестр
оркестр м η ορχήστρα·симфонический \оркестр η συμφωνική ορχήστρα· духовой \оркестр η ορχήστρα πνευστών οργάνων эстрадный - η ορχήστρα ελαφρής μουσικής* * *мη ορχήστραсимфони́ческий орке́стр — η συμφωνική ορχήστρα
духово́й орке́стр — η ορχήστρα πνευστών οργάνων
эстра́дный орке́стр — η ορχήστρα ελαφρής μουσικής